- πυρίχη
- πῠρίχη [ῐ], ἡ, poet. for πυρρίχη, AP12.186 (Strat.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρίχη — ἡ, Α (ποιητ. τ.) βλ. πυρρίχη … Dictionary of Greek
πυρίχην — πυρίχη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρρίχη — ἡ, ΝΑ, και πυρίχη Α ο πυρρίχιος χορός αρχ. 1. φρ. «δειναὶ πυρρίχαι» παράδοξες συστροφές τού σώματος 2. παροιμ. φρ. «πυρρίχην βλέπω» κοιτώ με άγριο βλέμμα, με μίσος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. πύρριχος*. Ο τ. πυρίχη είναι … Dictionary of Greek